- παρεγγράφειν
- παρεγγράφωwrite by the sidepres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρεγγράφω — ΝΜΑ [εγγράφω] νεοελλ. φρ. «παρεγγεγραμμένος κύκλος σε τρίγωνο» μαθημ. κύκλος που εφάπτεται μιας πλευράς και τών προεκτάσεων τών δύο άλλων πλευρών τού τριγώνου (μσν. αρχ.) 1. παρενείρω, εισάγω αντικανονικά ή παράνομα («παρέγραψεν ἑαυτὸν ταῑς… … Dictionary of Greek